- κονσουλάριος
- κονσουλάριος, ὁ (ΑM)1. (στους Ρωμαίους) ύπατος, με την έννοια τού διοικητή επαρχίας, τού επαρχιακού κυβερνήτη2. (στους Βυζαντινούς) τίτλος ανώτερων αυλικών αξιωματούχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consularis «υπατικός» (< λατ. consul «ύπατος»)].
Dictionary of Greek. 2013.